τετραημερία

τετραημερία
η
1) четырёхдневка; 2) плата за четыре дня

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τετραημερία" в других словарях:

  • τετραημερία — η 1.χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών. 2. αμοιβή για εργασία τεσσάρων ημερών: Πληρώθηκα τετραημερία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετραημερία — η, Ν 1. χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών 2. αμοιβή για εργασία τεσσάρων ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραήμερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

  • τετραμερία — (I) ἡ, Α [τετραμερής] σχηματισμός σε τέσσερεις ομάδες. (II) η, Ν βλ. τετραημερία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»